- ὑποκύομαι
- ὑπο-κύομαι, aor. part. ὑποκῦσαμένη: become pregnant, conceive.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υποκύω — Α (επικ. τ.) (συν. το παθ.) ὑποκύομαι (συν. για γυναίκα αλλά και για θηλυκό ζώο) μένω έγκυος, συλλαμβάνω (α. «ἡ δ ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῑδε», Ομ. Ιλ. β. «αἱ δ ὑποκυσάμεναι ἔτεκον δυοκαίδεκα πώλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύω … Dictionary of Greek
ὑποκυσαμένη — ὑποκῡσαμένη , ὑποκύομαι aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυσάμεναι — ὑποκῡσάμεναι , ὑποκύομαι aor part mid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκύσασθαι — ὑποκύ̱σασθαι , ὑποκύομαι aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)